- (ε)ξεπίτηδες
- (ε)ξεπίτηδεςεπίρρ. τροπ., επίτηδες, σκόπιμα, από πρόθεση, για κάποιο σκοπό.ξεπίτηδεςεπίρρ. τροπ., σκόπιμα: Ξεπίτηδες το είπε, για να με πειράξει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.